Την πανελλήνια πρεμιέρα γιόρτασε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιάννη Βεσλεμέ με τίτλο «Νορβηγία».
Η «Νορβηγία» είναι η ιστορία του βρικόλακα Ζανό (Βαγγέλης Μουρίκης) που φτάνει στην Αθήνα τον χειμώνα του 1984. Τις νύχτες χάνεται στις ντίσκο, ψάχνοντας για ένα «ζεστό κορίτσι». Ένα βράδυ γνωρίζει την πόρνη Αλίκη (Αλεξία Καλτσίκη) και τον φίλο της, έναν Νορβηγό ντίλερ (Ντάνιελ Μπόλντα). Η Αλίκη πείθει τον Ζανό να τους βοηθήσει σε μία δουλειά, χωρίς όμως να διευκρινίζει περί τίνος πρόκειται.
Αφορμή για τη δημιουργία της ταινίας στάθηκε ο στίχος από ένα τραγούδι («Νορβηγία», 1984) του new wave συγκροτήματος Χωρίς Περιδέραιο: «Η Νορβηγία κατεβαίνει στη μεσόγειο».
Μεταξύ προβολών και dj set (γράφει και παίζει μουσική με το όνομα Felizol) βρεθήκαμε με τον Γιάννη Βεσλεμέ στην προβλήτα του λιμανιού και μιλήσαμε για βρικόλακες, ταινίες είδους και τη γοητεία των ‘80s.
Πώς φτάνεις από τον στίχο «Η Νορβηγία κατεβαίνει στη μεσόγειο» να γυρίσεις μία ταινία με Έλληνες βρικόλακες;
Ξεκίνησα την ταινία για δύο λόγους. Ένας είναι το τραγούδι «Νορβηγία» των Χωρίς Περιδέραιο και συγκεκριμένα ο στίχος «Η Νορβηγία κατεβαίνει στη Μεσόγειο» και τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Ο δεύτερος ήταν η ανάγκη να κάνω μια ταινία με έναν Έλληνα βρικόλακα και το τι αυτός εκπροσωπεί. Ήθελα να κάνω μια ταινία για έναν άνθρωπο που ξοδεύεται, που καίγεται στη νύχτα. Και κάπως το συνδύασα αυτό στο μυαλό μου με τον βαμπιρικό μύθο. Η ταινία είναι η ατμόσφαιρα που προκύπτει από την αποκρυπτογράφηση του κομματιού των Χωρίς Περιδέραιο σε συνδυασμό με τη γέννηση του χαρακτήρα του Ζανό.
Πώς ανακάλυψες τους Χωρίς Περιδέραιο και πώς το τραγούδι του Τσιτσάνη «Ντράκουλα», που ακούγεται επίσης στην ταινία;
Ακούω πολλή μουσική και ψάχνω γενικά πράγματα που δεν είναι πολύ γνωστά. Ο δίσκος των Χωρίς Περιδέραιο κυκλοφόρησε το ‘84 και ήταν και ο μοναδικός δίσκος που έβγαλαν. Μετά εξαφανίστηκαν, σταμάτησαν να παίζουν. Κάποια στιγμή πριν λίγα χρόνια άρχισαν να τον ανακαλύπτουν διάφοροι, καταλαβαίνοντας πόσο ιδιαίτερος είναι αυτός ο δίσκος και μέσα σ αυτούς ήμουν και εγώ. Όσον αφορά το «Ντράκουλα» έψαχνα να βρω κάτι που να σχετίζεται κάπως με το σινεμά είδους. Πράγμα πολύ δύσκολο, γιατί δεν έχουμε τέτοια παράδοση στην Ελλάδα. Και έτσι έπεσα πάνω σ αυτό το κομμάτι, το οποίο μάλιστα είναι πιο παλιό, από το 1959.
Πέρα από την σκηνοθεσία στη «Νορβηγία» υπογράφεις τη μουσική, το σενάριο και τη σκηνογραφία. Γιατί; Δεν εμπιστεύεσαι άλλους να το κάνουν;
Όχι, δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Γενικά έχω γύρω μου μία ομάδα συνεργατών, φίλων και παραγωγών, που είναι πολύ κοντά μου τα τελευταία δύο χρόνια, που κάνω την ταινία. Αυτός όμως είναι ο τρόπος με τον οποίο εγώ αντιλαμβάνομαι αυτό που λέμε σκηνοθεσία. Για μένα είναι όλο αυτά μαζί. Δε σημαίνει όμως ότι αυτό θα συνεχιστεί απαραίτητα και στο μέλλον. Ούτε έχει να κάνει με οικονομικούς παράγοντες. Είναι κάτι που επέλεξα για την συγκεκριμένη ταινία και σίγουρα με βλέπω να γράφω μουσική και για τις επόμενες ταινίες. Για τα υπόλοιπα δεν ξέρω.
Τα τελευταία χρόνια είδαμε πολλές ταινίες με βρικόλακες. Δεν ανησυχείς μήπως αυτό λειτουργήσει αποτρεπτικά για κάποιους θεατές, που μπορεί να σκεφτούν «γιατί να δω άλλη μία ταινία με βρικόλακες»;
Κάποιους ενδεχομένως μπορεί να τους ενοχλεί και το ίδιο σινεμά είδους, είτε αυτό είναι καλό ή κακό. Επομένως είναι ένα είδος πρόκλησης και ρίσκου το να ανακατεύεις κατά μία έννοια το πιο φεστιβαλικό σινεμά τέχνης με το Exploitation και το σινεμά είδους. Εγώ έχω μεγαλώσει και με τα δύο, μου αρέσουν και τα δύο, οπότε τώρα έχει έρθει ο καιρός που αυτά τα πράγματα ανακατεύονται.
‘Οντως υπάρχει μια τάση για κακές ταινίες με βρικόλακες. Από την άλλη όμως υπάρχει και μια φοβερή παράδοση δεκαετιών. Και δεν εννοώ τις ταινίες τρόμου. Ο βρικόλακας χρησιμοποιείται ως ένα σύμβολο για μια ανθρώπινη κατάσταση πολύ συγκεκριμένη. Σ’ αυτή την κατηγορία νομίζω ότι ανήκει και η δική μου ταινία. Μπορεί να την λέω χαριτολογώντας ταινία μεσογειακού τρόμου, αλλά αυτό είναι μία επιφανειακή προσέγγιση, το λέω για πλάκα.
Ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει κανείς όταν γυρίζει μία ταινία είδους σε σχέση με μία συμβατική (για τα ελληνικά δεδομένα) ταινία;
Οι θεατές συνήθως αναζητούν μια καθαρότητα στις ταινίες. Ή θα πάνε να δουν μία καθαρή ταινία είδους ή μια καθαρή art house ταινία. Αυτή τη στιγμή και με την συγκεκριμένη ταινία, αλλά και με διάφορες ταινίες συνομήλικών μου, που βγαίνουν σε διεθνές επίπεδο, βλέπεις ταινίες που προσπαθούν να σπάσουν τα όρια του σινεμά. Είναι ταινίες πιο αταξινόμητες, δανείζονται στοιχεία και από τον ρεαλισμό και από το σινεμά του φανταστικού. Συνήθως κάποιος δεν μπορεί να αποδεχθεί πολύ εύκολα μια αταξινόμητη ταινία. Για μένα εκεί είναι η δυσκολία.
Σε πρακτικό επίπεδο υπάρχουν οι τεχνικές δυσκολίες σε μία ταινία είδους, ειδικά σε μία χώρα, όπου δεν υπάρχει υποδομή. Δυσκολίες με τα εφέ, με τον κόσμο που πας να φτιάξεις… Κάπως βρίσκεις όμως τρόπους μέσα από τον περιορισμό του μπάτζετ και κάνεις αυτό το πράγμα να λειτουργήσει.
Τι είναι αυτό που σε γοητεύει στην δεκαετία του ’80;
Υπάρχει μια φετιχιστική διάθεση από μένα για αυτή τη δεκαετία. Έζησα τα παιδικά μου χρόνια τότε. Επίσης στα ‘80s γυρίστηκαν οι αγαπημένες μου ταινίες, αλλά και η μουσική που ακούω. Από την άλλη θεωρώ ότι δραματουργικά τα ‘80s ταιριάζουν πάρα πολύ, γιατί περιγράφουν το πολιτικό χάος που βιώνουμε τώρα και αυτή την μεταβατική αίσθηση, που δεν τελειώνει ποτέ. Αυτό ήταν για μένα τα ‘80s και για αυτό έχω τοποθετήσει την ιστορία εκεί.
Αισθητικά δεν είναι μία ταινία καθαρή πάνω στη συγκεκριμένη δεκαετία, είναι ο τρόπος που εγώ την αντιλαμβάνομαι ή όπως θέλω να την θυμάμαι. Εγώ γεννήθηκα το ’79. Οπότε εκείνη την εποχή πέρασα την παιδική μου ηλικία και όχι την εφηβεία μου. Φανταζόμουν όμως ότι κάπως έτσι θα ήταν τότε η ζωή του αδερφού μου ή των μεγαλύτερων από μένα. Είναι ίσως μια πιο εξιδανικευμένη εκδοχή.
Ποιο είναι το επόμενό σου πρότζεκτ;
Μία ταινία που έχει να κάνει με ταξίδια στο χρόνο.